- παράκυψις
- ἡ, Α [παρακύπτω]1. το να σκύβει κανείς προς τα πλάγια προκειμένου να δει προς το εσωτερικό ενός χώρου2. παροιμ. φρ. «ὄνου παράκυψις» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακύψει — παράκυψις stooping to one side fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρακύψεϊ , παράκυψις stooping to one side fem dat sg (epic) παράκυψις stooping to one side fem dat sg (attic ionic) παρακύπτω stoop sideways aor subj act 3rd sg (epic) παρακύπτω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακύψεως — παρακύψεω̆ς , παράκυψις stooping to one side fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακύψῃ — παρακύψηι , παράκυψις stooping to one side fem dat sg (epic) παρακύπτω stoop sideways aor subj mid 2nd sg παρακύπτω stoop sideways aor subj act 3rd sg παρακύπτω stoop sideways fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)